Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 2013

Για την ανάγκη συγκρότησης μετώπου στην περίοδο της μνημονιακής εξαθλίωσης.


του Δημήτρη Μπλάνα*


*Ο Δημήτρης Μπλάνας είναι μέλος της Π.Γ. του  Κ.Σ. της οργάνωσης Αριστερή Συσπείρωση και μέλος της Κ.Σ.Ε. της ΑΝΤΑΡΣΥΑ

(Δημοσιεύτηκε στην Αριστερή Ανατροπή, τ.03/Νοέμβρης 2013)


Ένα χρόνο πριν, η εφημερίδα της Αριστερής Ανατροπής ως όργανο της Αριστερής Συσπείρωσης, στο πρώτο της τεύχος επιχειρούσε τη δική της συμβολή στην κατεύθυνση του διαλόγου και των πρωτοβουλιών για την οικοδόμηση του πολιτικού και κοινωνικού μετώπου που θα θέτει τη στρατηγική της ρήξης και της ανατροπής με την κυρίαρχη αστική στρατηγική.
Η κοινωνική συγκυρία φέρνει τα 40 χρόνια από τη λαϊκή εξέγερση του Πολυτεχνείου να ορίζονται σε ένα πολιτικό και κοινωνικό σημείο όπου απαιτείται περισσότερο παρά ποτέ στη σύγχρονη ιστορία η εισβολή με δυναμικό τρόπο του λαϊκού παράγοντα στο προσκήνιο, το σφράγισμα των πολιτικών εξελίξεων, την ανατροπή των σχεδιασμών της αστικής εξουσίας.
Η εποχή της μνημονιακής εξαθλίωσης στην Ελλάδα πλέον χαρακτηρίζεται από τις μεταβολές στο πολιτικό επίπεδο που ανταγωνίζονται σε βάθος και ένταση τις μεταβολές στο κοινωνικό οικονομικό πεδίο. Τις μεταβολές που αποτυπώνονται στη σφαίρα της παραγωγής και της εργασίας και πάντοτε σε βάρος των δυνάμεων της εργασίας και προκαλούνται από τις σαρωτικές καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις. Στρατηγική που αποτελεί το μοναδικό Σχέδιο καπιταλιστικής εξόδου από την κρίση.
Στο φόντο αυτό, η κεντρική επιλογή της αστικής τάξης, που βρίσκεται σε συμφωνία και όχι σε αντίθεση με τις επιταγές της τρόικας που εκπροσωπούν τα συμφέροντα του κεφαλαίου των κυρίαρχων καπιταλιστικών σχηματισμών,περιλαμβάνει πλέον και τη βαθιά μεταβολή του πολιτικού συστήματος. Επιχειρεί να επιδράσει με καταλυτικό τρόπο στην κρίση πολιτικής εκπροσώπησης και να την καθορίσει επιτυγχάνοντας τη μετατόπιση και ενσωμάτωση των πολιτικών δυνάμεων, ή στοχευοντας τις πολιτικές διαφοροποιήσεις και τοποθετώντας τες στο πολιτικό περιθώριο και άκρο.

Η «στρατηγική της έντασης» ή αλλιώς η «θεωρία των άκρων», επιλέγει τους στόχους και υλοποιείται επιλέγοντας τις βαθιές τομές με:
- την απευθείας επίθεση στο λαϊκό κίνημα και τους αγωνιστές και το τσάκισμα κάθε μορφής αντίστασης , όπως αποτυπώθηκε με τη δολοφονία του αγωνιστή Π. Φύσσα, σε μία συγκυρία όπου συνέτρεχαν όπως πάντα άλλωστε οι γνωστές παράμετροι της «απειλής ξυπνήματος» των λαϊκών αγώνων, του ξεφτίσματος του success story και των νέων μέτρων.
- το μήνυμα στις πιο αγωνιστικές και ανατρεπτικές δυνάμεις της αριστεράς που συνεχίζουν να αγωνίζονται ενάντια στην κοινωνική καταστροφή.
- τον περιορισμό της πολιτικής απεύθυνσης της Χ.Α και την οριοθέτηση της δράσης της , με τις συλλήψεις των ηγετικών μελών που ακολούθησε. Πάντοτε όμως όπως σωστά αναφέρει η ανακοίνωση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ υπό το βάρος των κινητοποιήσεων και την άμεση και μαζική αντίδραση του λαϊκού κινήματος. Χωρίς την πίεση αυτή η κυβέρνηση δεν θα είχε κινηθεί και η ασυλία των φασιστών θα είχε παραταθεί, όπως συνέβαινε προκλητικά όλα τα τελευταία 25 χρόνια.
- την πίεση προς αριστερές κριτικές στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ για ενσωμάτωση στο συνταγματικό τόξο της νομιμότητας όπως αποτυπώθηκε στη Βουλή με την ψήφιση του νόμου για τη διακοπή της χρηματοδότησης, αλλά με πρόφαση την δράση της ΧΑ, στην ουσία την οριοθέτηση των πρακτικών του λαϊκού κινήματος και των δραστηριοτήτων των πολιτικών ρευμάτων και συλλογικοτήτων που αναφέρονται σε αυτό.
- την ανάληψη της πρωτοβουλίας από τη σιδερένια πυγμή του κράτους, την κατασταλτική θωράκιση και δράση και την ιδεολογική βία από το κρατικούς μηχανισμούς και συνακόλουθα της ενίσχυσης του κυβερνητικού Άξονα.
Την κατεύθυνση αυτή εξυπηρετεί η επαγγελματική δολοφονία των μελών της Χ.Α στο Νέο Ηράκλειο που λειτουργεί αντικειμενικά ως προβοκάτσια υπέρ της κυβέρνησης και του κράτους, εξυπηρετώντας και επιχειρώντας να θεμελιώσει με πρακτικούς όρους τη θεωρία των «δύο άκρων».
Οι επιδράσεις της κρίσης στο εσωτερικό της Αριστεράς είναι επίσης βαθιές
Η παραδοσιακή δύναμη της Αριστεράς, το ΚΚΕ βρίσκεται συμπιεσμένο από την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα σε μία καμπή της ιστορίας του. Έχοντας οριστικά για το επόμενο διάστημα χάσει την πολιτική πρωτοκαθεδρία στο εσωτερικό της Αριστεράς αλλά και μετά από μια σειρά συγκριτικών εκλογικών συντριβών σε σχέση με το ΣΥΡΙΖΑ, επιλέγει την αυτοπεριθωριοποίηση επιλέγοντας να κρατήσει αποστάσεις από τους κοινωνικούς αγώνες. Με την επιλογή αυτή αντικειμενικά επιλέγει την περαιτέρω συρρίκνωση, υποτιμά την κοινωνική δυναμική ενός διαστήματος έως και την ανταγωνίζεται. Αδυνατεί να κατανοήσει τη δυναμική της κοινωνικής οργής και αγανάκτησης και τις δυνατότητες των κοινωνικών αγώνων, υπονομεύοντας τις κινητοποιήσεις στο βαθμό που δεν τις ελέγχει και παραπέπτει στην πάλη για τη «Λαϊκή Εξουσία» . Κυρίως όμως με την τακτική του στους χώρους του οργανωμένου συνδικαλισμού και την άρνησή του για μετωπική πολιτική στον αγώνα αρνείται να αναγνωρίσει τις τομές και το βάθος της μνημονιακής επίθεσης που επιφέρει στις δυνάμεις της εργασίας, υπονομεύοντας της δυνατότητα της αριστεράς να αποτελεί φορέα έκφρασης της λαϊκής αγανάκτησης και να επιδιώκει την ενοποίηση των αγώνων σε ένα μέτωπο ανατροπής της επίθεσης και της αστικής στρατηγικής. Τελικά, ναρκοθετεί τη δυνατότητες οικοδόμησης ενός αγωνιστικού μετώπου με ταξικά χαρακτηριστικά και τελικά συμβάλει στην κατεύθυνση της ήττας των λαϊκών αγώνων και την ενίσχυση της εκλογικής αυταπάτης.
Ο μετασχηματισμός του ΣΥΡΙΖΑ είναι ραγδαίος και συντελείται με ορόσημα τη μεταβολή σε 15 μήνες από τη γραμμή του «καμία θυσία για το ευρώ» στην εξαγγελία από το Τέξας της αρχής ότι «η Ελλάδα δεν θα εξέλθει εθελοντικά από την Ευρωζώνη», την πρόταση μομφής που ακολούθησε και αντικειμενικά λειτούργησε ως δεκανίκι της κυβέρνησης πριν την Ελληνική προεδρεία της ΕΕ για τα νέα μέτρα απολύσεων, περικοπών, φόρων, κυρίως όμως της απελευθέρωσης των πληστειριασμών που επιδρά στο υπογάστριο της βάσης της κοινωνικής συμμαχίας μιας ολόκληρης εποχής και της ευθυγράμμισης των συνιστωσών όπως αναφέρθηκε πίσω από την κεντρική γραμμή της αστικής τάξης για τις εκτός νόμου δραστηριότητες των πολιτικών κομμάτων.
Η αστική τάξη, οι κυρίαρχες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και οι μηχανισμοί τους αντιλαμβανόμενοι ότι η εκλογική άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτυπώνει και δεν προσπαθεί να αποτυπώσει μία πιθανή κρίση της ηγεμονίας του σχεδίου της αστικής τάξης και δε συμβάλει σε αυτήν την κατεύθυνση, πιέζει στην κατεύθυνση της διαρκούς μετατόπισης και ενσωμάτωσης στοκυρίαρχο αστικό πολιτικό σχέδιο. Όπως αναφερόταν και ένα χρόνο πριν στο πρώτο τεύχος της Αρ. Ανατροπής, στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ δε διεξάγεται πολιτική μάχη με κοινωνικούς όρους σύγκρουσης των συμφερόντων της εργατικής και αστικής τάξης. Επίσης, δεν υφίσταται οργανωμένη πολιτική έκφραση των συμφερόντων των λαϊκών στρωμάτων φυσικά ούτε από της οργανωμένες αριστερές συνιστώσες του και δεν αποτυπώνεται στο πρόγραμμά του. Σε όλες τις ανάλογες κρίσιμες ιστορικές στιγμές, όταν το ερώτημα της αριστερής κυβέρνησης τέθηκε ως στοιχείο επικράτησης ενός πολιτικού σχεδίου έναντι ενός άλλου -σε σοσιαλιστική κατεύθυνση ή σοσιαλδημοκρατία - στο εσωτερικό ενός κόμματος της αριστεράς, η μάχη κρίθηκε σε επίπεδο κοινωνίας, με νίκη της στρατηγικής του κυβερνητισμού και της συνδιαχείρισης, την ενσωμάτωση των κοινωνικών στρωμάτων, τη συντριβή των πολιτικών φορέων -και των επαναστατικών- και τελικά την ήττα.
Η ομογενοποίηση των πολιτικών σχεδίων γύρω από τις κυρίαρχες αστικές στρατηγικές, δηλαδή την ενσωμάτωση στην ιμπεριαλιστική συμμαχία της ΕΕ με την εμβάθυνση του ελέγχου της οικονομικής πολιτικής από τα διευθυντήρια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της ΕΚΤ (όπως υλοποιείται κυρίως μέσα από τον έλεγχο των προϋπολογισμών και την έγκρισή τους, την παροχή δανείων και τη δέσμευση μέχρι εξόφλησης του 75%), και της παραμονής στη ζώνη του €, καθορίζουν τα όρια της δυνατότητας αναγνώρισης τμήματος των συμφερώντων των λαϊκών στρωμάτων, τους όρους εργασίας, τις κοινωνικές παροχές. Το περίγραμμα αυτό, περιλαμβάνει τα όρια «επαναδιαπραγματευσης» και πολύ περισσότερο «καταγγελίας» των μνημονίων και «φιλολαϊκής» πολιτικής.
Σε αντίθεση με τη στρατηγική της ενσωμμάτωσης διαχείρησης και ήττας του ΣΥΡΙΖΑ, ο μόνος δρόμος για την έξοδο από την κοινωνική εξαθλίωση της μαζικής κοινωνικής πλειοψηφίας απαιτεί τη συγκρότηση ενός κοινωνικού μετώπου πολιτικά και ιδεολογικά προετοιμασμένου που θα θέτει το αίτημα και θα παλεύει παράλληλα για τη διπλή έξοδο από Ε.Ε και €, σε αντικαπιταλιστική αντιιμπεριαλιστική κατεύθυνση, ερχόμενο σε ρήξη με τις κυρίαρχες επιλογές της αστικής τάξης και τελικά την ίδια και προωθώντας το αναγκαίο μεταβατικό πρόγραμμα (κατάργηση των μνημονίων και των αντεργατικών νόμων, έξοδος από ΕΕ και €, διαγραφή του χρέους και εθνικοποιήσεις τραπεζών και μεγάλων επιχειρήσεων ως μέτρα άμεσης ανακούφισης και προστασίας του λαϊκού εισοδήματος) .
Ενός κοινωνικού μετώπου με πυρήνα την εργατική τάξη και σύμμαχα κοινωνικά στρώματα που πληττονται από την αστική επίθεση και συνθλίβονται σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης.
Που θα απαντάει στις διαιρέσεις και τον κοινωνικό κανιβαλισμό, την προσπάθεια κοινωνικού κατακερματισμού και εξατομίκευσης μέσω των ψεύτικων αντιθέσεων εργαζόμενοι ιδιωτικού τομέα απέναντι στους εργαζόμενους στο δημόσιο ή πολύ περισσότερο άνεργων - εργαζομένων, προβάλλοντας την ενότητα των συμφερόντων της μαζικής πλειοψηφίας και το κοινό μέλλον.
Που ειδικά στη συγκυρία θα αναδεικνύει και θα ενοποιεί στη βαση της εργασίας απέναντι στον εθνικισμό και το ρατσισμό και σε σύγκρουση με αυτόν από τη σκοπιά των εργατικών δικαιωμάτων και των κοινωνικών ελευθεριών.
Η κοινωνική συμμαχία εκτός της εργατικής τάξης περιλαμβάνει τα τμήματα της μισθωτής εργασίας που επιτελούν ενδιάμεσο ρόλο στην παραγωγική διαδικασία, τμήματα των μικρο-αυτοαπασχολούμενων που συνθλίβονται από την καπιταλιστική κρίση και ριζοσπαστικοποιούνται, μικρομεσαίους αγρότες και μεσαία τμήματα της πόλης και τμήματα της εργαζόμενης μικροαστικής διανόησης.
Για την υλοποίηση και δράση του μετώπου προβάλεται επιτακτικώς η προώθηση του συντονισμού των δυνάμεων του κινήματος στην κατεύθυνση της μάχης για την ανατροπή της κυβέρνησης και της πολιτικής κυβέρνησης και τρόικας με στοιχείο ενοποίησης την κοινή προοπτική , τα συμφέροντα της μαζικής λαϊκής πλειοψηφίας σε εργασία και κοινωνικές παροχές. Τη συγκρότηση μετώπων αντίστασης στην κυρίαρχη πολιτική σε σημεία όπου συμπυκνώνονται οι αντιθέσεις και αφορούν στα ζητήματα προστασίας των κοινωνικών κατακτήσεων και της προστασίας του δημόσιου πλούτου και πλουτοπαραγωγικών πηγών του και της μικρής ατομικής λαϊκής ιδιοκτησίας.
Στα πλαίσια της απόφασης της Β' Συνδιάσκεψης η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ανέλαβε την πρωτοβουλία απεύθυνσης σε αυτές τις δυνάμεις με στόχο τη «μετωπική πολιτική συμπόρευση των δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής, αντι-ΕΕ, αντι-ιμπεριαλιστικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς», καλώντας στην προώθηση πρωτοβουλιών για την έξοδο από το € και την ΕΕ και φόντο την Ελ. προεδρεία, τον αντιφασιστικό αγώνα, την παρέμβαση και ενίσχυση των κοινωνικών αγώνων, την παρέμβαση στα κεντρικά πολιτκά μέτωπα.
Η ανταπόκριση των δυνάμεων (ΕΕΚ, Κομμουνιστική Οργάνωση Ανασύνταξη, σύλλογος «Γιάννης Κορδάτος», ΟΚΔΕ, Σχέδιο Β) και παρουσία στην πρωτοβουλία αποτιμάται ως θετική ωστόσο, η καθυστέρηση και απόρριψη του σχεδίου κοινής δήλωσης οφείλει να προβληματίσει.
Η απάντηση του Σχεδίου Β' στην πρόταση κοινής δήλωσης ήταν καταρχήν απορριπτική στο σύνολό της και η πολιτική κριτική που ασκήθηκε αναδεικνύει σοβαρές διαφοροποιήσεις σε σχέση με βασικά σημεία της στρατηγικής του. Το κυριοτερο σημείο αφορά στην αναγκαιότητα της ένταξης του μεταβατικού προγράμματος σε αντιδιαχειριστική κατεύθυνση σε κατεύθυνση ρήξης με την αστική τάξη και τους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς. Η διαφορετική κατεύθυνση του μεταβατικού προγράμματος δεν αφορά σε ιδεολογικό ζήτημα αλλά σε κατεξοχήν πολιτικό, είναι ζήτημα που αφορά στην πάλη για την πολιτική εξουσία, ή στη δυνατότητα οικοδόμησης συμμαχιών με τμήματα της αστικής τάξης στην κατεύθυνση της «αναπτυξιακής» διεξόδου από την κρίση. Αν και δε διατυπώνεται στο κείμενο απάντησης, σε αυτό το πλαίσιο εντάσσονται κατά την εκτίμησή μας οι διαφοροποιήσεις σε σχέση με το στόχο εξόδου απο την ΕΕ, η υποτίμηση του ρόλου του μαζικού λαϊκού κινήματος στην υλοποίηση αυτής της κατεύθυνσης (αν και η συγκυρία όντως επιβάλει την ενίσχυση του ρόλου του πολιτικού μετώπου), των όρων και της βάσης της κεντρικής πολιτικής παρέμβασης. Παρόλα αυτά, θα πρέπει να επιδιωχθεί περαιτέρω η διερεύνηση των προγραμματικών δυνατοτήτων συγκλίσεων και κοινής παρέμβασης.
Για την οικοδόμηση αυτού του μετώπου αντίστασης με στόχο την κοινωνική ανατροπή απαιτείται η ενίσχυση του πολου της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, απαιτείται η προώθηση και διεύρυνση του πολιτικού μετώπου της ΑΝΤΑΡΣΥΑκαι οικοδόμηση των πολιτικών συμμαχιών της. Στην υλοποίηση του στόχου της κοινωνικής ανατροπής και στην κατεύθυνση του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού είναι εφικτή η οικοδόμηση πολιτικών συμμαχιών και συμπορεύσεων για την προώθηση του μεταβατικού αντικαπιταλιστικού προγράμματος με δυνάμεις της αριστεράς που μάχονται σε αντισυνδιαχειριστική, ενάντια στην ΕΕ και τις ιμπεριαλιστικές ολοκληρώσεις και στη βάση προγραμματικών συμφωνιών και συγκλίσεων. Οι συμμαχίες αυτές αποτελούν στόχο στο βαθμό που:
- απαντούν στις ανάγκες της συγκυρίας και προωθούν μια μαζική πολιτική γραμμή
- εντάσσονται και προωθούν το σχεδιασμό και τις απαιτήσεις της τακτικής του μετώπου
-αναφέρονται σε τμήματα του κοινωνικού μετώπου που περιγράφηκε και αποτυπώνεται η προσπάθεια κοινής παρέμβασης στα κοινωνικά μέτωπα, με ανάληψη πρωτοβουλιών και συντονισμό.
Η πρόταση αυτή δεν αφορά μόνο στις οργανωμένες δυνάμεις αλλά οφείλει να αναφέρεται σε κοινωνικά και πολιτικά ρεύματα και διαφωνίες με την κυρίαρχη γραμμή στις παρυφές του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ που ριζοσπαστικοποιούνται σε συνθήκες κοινωνικής πόλωσης.
Αυτό που σήμερα πρέπει να υπερβούμε είναι οι δικές μας αδυναμίες αλλά πολύ περισσότερο η έλλειψη ξεκάθαρης πολιτικής βούλησης από τις οργανωμένες δυνάμεις στις οποίες απευθυνόμαστε. Οφείλουμε να ενισχύσουμε την αξιοπιστία της πρότασής μας, μέσα από την αποσαφήνισή της και την ενοποίηση της διαδικασίας και των πρωτοβουλιών στην κατεύθυνση αυτή.

Δημήτρης Μπλάνας

Δεν υπάρχουν σχόλια: